- φαρμακίδες
- φαρμακίςsorceressfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Φαρμακίδες — fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φαρμακίδας — Φαρμακίδες fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φαρμακίδων — Φαρμακίδες fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φαρμακίσι — Φαρμακίδες fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φαρμακίσιν — Φαρμακίδες fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
LENAE — I. LENAE Sacerdotes Bacchi, Ioh. Parrhasius ad illud Claud. l. 2. de Raptu Proserp. Carm. 35. v. 67. Aut quales referunt Baccho sollemnia Nymphae. II. LENAE Tertulliano de Pallio dictae Fictrices: cum ait, Aspite lupas, popularium libidinum… … Hofmann J. Lexicon universale
ίνυξ — ἴνυξ, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὄρνεόν τι ᾧ χρῶνται αἱ φαρμακίδες». [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. αντί ἴυγξ] … Dictionary of Greek
ιππομανής — ές (Α ἱππομανής, ές) νεοελλ. 1. αυτός που αγαπά υπερβολικά τους ίππους αρχ. 1. αυτός που βρίθει από ίππους, αυτός που έχει πολλούς ίππους 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἱππομανές α) (στην Αρκαδία) είδος φυτού που αγαπούν τα άλογα και που όταν τρώγεται από … Dictionary of Greek